τερορισμός

τερορισμός
ο
(λ. λατ.), τρομοκρατία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τερορισμός — ο, Ν η τρομοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. terrorisme (< λατ. terror, oris «φόβος, τρόμος» + ισμός*)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”